- σαγήνη
- η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Ανεοελλ.θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του»)αρχ.1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.)2. κυνηγετικό δίχτυ3. ο υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα έντεραμσν.1. είδος πλοίου τού βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε πλήρωμα 40 ανδρών2. (κατ' επέκτ.) είδος αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sagena) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. seine)].
Dictionary of Greek. 2013.